- απόσταμα
- απόσταμα, το και αποσταμός, οκόπωση, κούραση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
απόσταμα — το κ. αποσταμός, ο [αποσταίνω] κάματος, κούραση … Dictionary of Greek